- λοῦσθαι
- λόωlǎvopres inf mpλούωlǎvopres inf mp (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λούζω — και λούω και λούνω (AM λούω, Α και λοέω και λόω και λουέω, Μ και λούζω και λούγω και λούνω) 1. πλένω το σώμα ή μέρος τού σώματος, κυρίως το κεφάλι, κάποιου (α. «το καλοκαίρι λούζομαι σχεδόν κάθε μέρα» β. «αὐτόχειρ ὑμᾱς ἐγὼ ἔλουσα κἀκόσμησα», Σοφ … Dictionary of Greek
χιλοῦσθαι — χῑλοῦσθαι , χιλόω pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψιλοῦσθαι — ψῑλοῦσθαι , ψιλόω strip bare pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀναλοῦσθαι — ἀνᾱλοῦσθαι , ἀναλίσκω use up pres inf mp ἀναλόω use up pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποψιλοῦσθαι — ἀποψιλόω strip off hair pres inf mp ἀποψῑλοῦσθαι , ἀποψιλόω strip off hair pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐξαναλοῦσθαι — ἐξανᾱλοῦσθαι , ἐξαναλίσκω spend entirely pres inf mp ἐξαναλόω pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)